καταφέρω

καταφέρω
(AM καταφέρω)
1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον
(«η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό»)
2. μέσ. καταφέρομαι
εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον
μσν.
φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση, καταντώ
μσν.-αρχ.
προκαλώ σε κάποιον κένωση τού εντέρου
αρχ.
1. φέρω κάτω ή προς τα κάτω, κατεβάζω
2. καταστρέφω, καταρρίπτω, γκρεμίζω
3. πληρώνω, καταβάλλω
4. αναφέρω στο δικαστήριο κάποιο πράγμα
5. φέρνω σε λογαριασμό
6. φέρνω πίσω, φέρνω στο σπίτι, στην πατρίδα
7. (για τρικυμίες) ωθώ στην ξηρά
8. ανατρέχω
9. τείνω
10. μετέχω σε αγώνα
11. φέρω, προσάπτω κάτι εναντίον κάποιου
12. (αμτβ.) είμαι επιρρεπής, κλίνω, ρέπω προς κάτι
13. παθ. καταφέρομαι
α) (για χρυσό κ.λπ.) φέρομαι προς τα κάτω από τα νερά ενός ποταμού
β) φθάνω, προσορμίζομαι, φέρομαι από κάποιον τόπο ψηλότερο σε χαμηλότερο
γ) (για υγρά) εκκρίνομαι, κινούμαι ορμητικά προς τα κάτω
δ) (για οφθαλμό που πάσχει από καταρράκτη) καλύπτομαι από στρώμα
ε) βυθίζομαι
στ) καταστρέφομαι, χαλώ
ζ) σβήνομαι
η) (για χορευτές) πέφτω κάτω
θ) (για βροχή) πέφτω στη γη, χύνομαι
ι) (για ασθενή)
i. καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι, είμαι σαν νεκρός
ii. κατεβαίνω από το κρεβάτι
ια) καταπίπτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι
ιβ) βρίσκομαι σε ημικωματώδη κατάσταση
ιγ) πέφτω σε ύπνο
ιδ) (για φορτία) ξεφορτώνομαι, εξάγομαι στην ξηρά
ιε) (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) δύω, βασιλεύω, κατεβαίνω προς τα κάτω
ιστ) πέφτω, φέρομαι, οδηγούμαι σε κάποιο σημείο
ιζ) τείνω
ιη) κατέρχομαι στον στίβο, μετέχω σ' έναν αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καταφέρνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφέρω — bring down pres subj act 1st sg καταφέρω bring down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφέρεσθε — καταφέρω bring down pres imperat mp 2nd pl καταφέρω bring down pres ind mp 2nd pl καταφέρω bring down imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφέρῃ — καταφέρω bring down pres subj mp 2nd sg καταφέρω bring down pres ind mp 2nd sg καταφέρω bring down pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατενηνεγμένα — καταφέρω bring down perf part mp neut nom/voc/acc pl κατενηνεγμένᾱ , καταφέρω bring down perf part mp fem nom/voc/acc dual κατενηνεγμένᾱ , καταφέρω bring down perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφερομένω — καταφέρω bring down pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual καταφέρω bring down pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφερομένων — καταφέρω bring down pres part mp fem gen pl καταφέρω bring down pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφερόμεθα — καταφέρω bring down pres ind mp 1st pl καταφέρω bring down imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφερόμενον — καταφέρω bring down pres part mp masc acc sg καταφέρω bring down pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφερόντων — καταφέρω bring down pres part act masc/neut gen pl καταφέρω bring down pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφέρει — καταφέρω bring down pres ind mp 2nd sg καταφέρω bring down pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”